- Μολυκρια
- Μολυκρίαἡ v. l. = Μολυκρεία См. Μολυκρεια
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Μολυκρία — Μολυκρίᾱ , Μολυκρίη fem nom/voc/acc dual Μολυκρίᾱ , Μολυκρίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μολυκρίας — Μολυκρίᾱς , Μολυκρίη fem acc pl Μολυκρίᾱς , Μολυκρίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μολυκρίαν — Μολυκρίᾱν , Μολυκρίη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
МОЛИКРИЯ — • Molycrēa, Μολύκρεια, Μολυκρία, Μολύκρειον, город в Этоле при входе в Коринфский залив, на юго запад от Навпакта, с гаванью и святилищем Посейдона. Этот город основан коринфянами после возвращения гераклидов. Thuc. 3, 102. До… … Реальный словарь классических древностей
Κτίμενος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός ήρωας. Από αυτόν πήρε την ονομασία της η πόλη των Δολόπων Κτιμένες. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πατέρας του Ευρυδάμαντα, γνωστού από τη συμμετοχή του στην Αργοναυτική εκστρατεία. 2. Γιος του Γανύκτορα που … Dictionary of Greek